01 Δεκεμβρίου, 2009

Η μικρή Θοδώρα και τα δυο της άσωτα αδερφάκια (Μέρος τρίτο και τελευταίο)

Η Μεγάλη Κυριακή επιτέλους έφτασε. Ο Αντώνης μαζί με τον Δημήτρη είχαν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να πείσουν τους περισσότερους συγγενείς να έρθουν με το μέρος τους. Κάθε φορά που τους συναντούσαν τους έλεγαν το ίδιο πράγμα. «Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε άλλους ανθρώπους να κατοικήσουν στο σπίτι μας. Μόνοι μας πρέπει να τρώμε, μόνοι μας να πίνουμε, μόνοι μας να κοιμόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν άλλον. Είμαστε αυτάρκεις. Σιγά μη φέρουμε κι άλλους να μας φάνε όσα μαζέψαμε όλα αυτά τα χρόνια».
Η Θοδώρα όμως δεν το πίστευε αυτό. Αυτή είχε περιουσία, αλλά είχε κι άλλα όνειρα. Είχε βαρεθεί άλλωστε να βλέπει τους ίδιους και τους ίδιους συγγενείς, να ακούει χρόνια ολόκληρα τα ίδια και τα ίδια. Ήθελε ν’ ανοίξει το σπίτι, να τους επισκέπτονται κι άλλοι, νέοι άνθρωποι, καινούρια πρόσωπα, ν’ ακούει άλλες συζητήσεις.
Μη κοιτάτε ο Αντώνης είχε χρόνια στα ξένα και τα είχε πιθυμήσει. Το μόνο που ήθελε πια ήταν να κάθετε ήσυχα και να κουβεντιάζει με τον αδερφό του το Δημήτρη και το υπόλοιπο σόι.
Οι συγγενείς διχάστηκαν και μπερδεύτηκαν ακόμη περισσότερο. Ευτυχώς που υπήρχαν κι οι δημοσιογράφοι και τους βοήθησαν ν’ αποφασίσουν.
Τους θύμισαν ότι η Θοδώρα είναι γυναίκα και μάλιστα άσχημη, άβαφη δε βλεπόταν. Ήταν και λίγο σουρλουλού…
Τους θύμισαν πόσα είχε κάνει κι αυτή κι ο πατέρας της όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο σπίτι, τσακωμούς, διχόνοιες, πονηριές, κουτσομπολιά…
Τους θύμισαν πως είχε μαζέψει την προίκα της, πως είχε παντρέψει τα παιδιά της, με ποιον έτρωγε κι έπινε τα βράδια, κι άλλα πολλά.
Τόσα χρόνια όπως έλεγε κι ο Αντώνης, ζούσε μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού, ζεσταινόταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι της οικογένειας, χουχούλιαζε στην αγκαλιά του μπαμπά της. Την ώρα που αυτός ο καημένος βολόδερνε στο Κολέγιο Αθηνών, στο Χάρβαρντ και στις Βρυξέλες, ρακένδυτος και πεινασμένος, μακριά από το μεγάλο τζάκι του σπιτιού.
Είχε ξεχάσει βλέπετε να το πάρει μαζί του φεύγοντας.
Ο εξάδελφος Παναγιώτης όλο αυτό το διάστημα φώναζε ότι ήταν κι αυτός εκεί, μήπως και τον ακούσουν.
Πράγματι υπήρχαν κάποιοι συγγενείς που ζούσαν εκεί κοντά στο σπίτι του που τον βοήθησαν, μήπως και καταφέρει να πάρει το «μεγάλο κλειδί».
Ασυνήθιστος και αδύναμος όπως ήταν, δεν τα κατάφερε τελικά, παρά αρρώστησε τη Μεγάλη Μέρα. Μόλις που πρόλαβε να ψηφίσει τον εαυτό του.
Σάββατο βράδυ. Ο Αντώνης κάλεσε του δημοσιογράφους στο μεγαλύτερο και καλύτερο γεύμα που τους είχε προσφέρει μέχρι τότε. Τους ευχαρίστησε, ήπιε στην υγειά τους κι ετοιμάστηκε για τη μεγάλη νίκη.
Παρόλη την ευφορία του φίδια έζωναν το κορμί του.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Συνέχεια σκεφτόταν τον παππού του τον Αβέρωφ. Αυτός τον μεγάλωσε, αυτός τον γαλούχησε.
Κοίταξε τη φωτογραφία που έκρυβε πάντα κάτω από το μαξιλάρι του. Ο παππούς του χαμογελούσε. Γαλήνεψε…
Ξεγλίστρησε μέσα στη νύχτα και πήγε να δει τ’ αστέρια. Μακάρι να έπεφτε κάποιο εκείνη τη στιγμή να κάνει τη μία και μοναδική του ευχή!
Αλλά κι η Θοδώρα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Έκλαιγε απαρηγόρητη. Ήξερε πολύ καλά ότι για ότι και να είχε συμβεί στο σπίτι όλα αυτά τα χρόνια, αυτή θεωρούσαν υπεύθυνη οι συγγενείς. Ήταν η ώρα να υποστεί την τιμωρία.
Πίστεψε έστω και στιγμιαία ότι θα καθόταν για πρώτη φορά στο θρόνο του σαλονιού στο μεγάλο σπίτι. Δεν άντεχε άλλο την κουζίνα.
Ο Αντώνης ξύπνησε το πρωί της Δευτέρας γεμάτος χαρά και αισιοδοξία. Θα πήγαινε να βρει τον συμφοιτητή του τον Γιωργάκη να πιούνε ένα καφέ και να θυμηθούνε τα δύσκολα χρόνια του Χάρβαρντ.
Είχε ανάγκη από χαλάρωση εκείνη τη στιγμή. Το μεσημέρι θα γύριζε να φάει με την οικογένεια.
Ήλπιζε ότι κάτι καλό θα του ετοίμαζε η αδελφή του η Θοδώρα...  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: