17 Δεκεμβρίου, 2009

Ο Γιώργος Αη-Βασίλης


Ο Άγιος-Βασίλης φέτος απ' ότι φαίνεται δεν θα μπορέσει να έρθει τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα. Τον σταμάτησε ο Αλμούνια και διάφοροι άλλοι οίκοι στις Βρυξέλλες και του απαγόρευσαν την είσοδο στη χώρα μας. Του είπαν ότι δεν ήμασταν καλά παιδιά τα τελευταία χρόνια και δεν δικαιούμαστε παιχνίδια.
Πολύ στενοχωρηθήκαμε όλοι. Το χαμόγελο της ελπίδας χάθηκε από τα χείλη μας. Ο Πρωθυπουργός μας, μάταια προσπαθεί να συνεννοηθεί και να πείσει το πνεύμα των Χριστουγέννων να μιλήσει στους εταίρους μας για να μας συγχωρήσουν. Και τι δεν τους είπε, ότι δεν θα το ξανακάνουμε, ότι το μετανιώσαμε, ότι δεν αξίζουμε τόσο σκληρή τιμωρία, ότι θα γίνουμε καλά παιδιά από το 2010 και μετά. Τίποτε. Ούτε τους τάρανδους με το έλκηθρο είπαν δεν θα αφήσουν να πετάξει πάνω από τον εναέριο χώρο μας, μη τυχών και πέσει κατά λάθος κανένα δώρο.
Εγώ όμως έχω να κάνω μία πρόταση στον αρχηγό μας. Γιατί δεν ντύνεται αυτός Αη-Βασίλης, καλή ώρα σαν τον Τσάβες και να διοργανώσει κι αυτός "Σοσιαλιστικό παζάρι";     
Μ' αυτό τον τρόπο και η δημοφιλία του προέδρου μας θα απογειωθεί και το χαμόγελο θα γυρίσει στα χείλη μας και θα πάρουν τα παιδάκια μας δώρα και θα σκάσουν και οι εταίροι μας και οι διάφοροι οίκοι αξιολόγησης.

15 Δεκεμβρίου, 2009

Ο Ελληνάρας και με μηχανή

Ο Ελληνάρας στη φωτογραφία μας αποφάσισε να ψωνίσει δύο κόκκινα ωραιότατα πλαστικά και να τα βάλει στο δρόμο μπροστά από το μπαλκόνι του.




Έκλεισε, ευτυχώς για μας, λίγο χώρο στο πεζοδρόμιο και στο δρόμο. Ωχ αδερφέ, ούτε μισό μέτρο δεν είναι και στο κάτω-κάτω δικό του δεν είναι; Χώρος μπροστά από το σπίτι του. Τι ενοχλεί; Τη μηχανή του στο μπαλκόνι του σπιτιού του βάζει ο Χριστιανός.



Τι να κάνει δηλαδή ο άνθρωπος; Απλά δεν έχει χώρο στο σαλόνι ή στην κρεβατοκάμαρά του. Αυτά να τα βλέπουν κάτι άλλοι Ελληνάρες, να βάλουν ράμπες στην πολυκατοικία τους και να ανεβάζουν το όχημά τους στο σπίτι τους. Αρχίζει να μου αρέσει πολύ η ιδέα. Έτσι μπορεί να γλυτώναμε κι απ' τα κολονάκια.

12 Δεκεμβρίου, 2009

Ο Κάπτεν Γκόντας


Ο Κάπτεν Γκόντας ατενίζει με υπερηφάνια μία από τις ναυαρχίδες του.



 Κουβαλάει το μητροπολιτικό δίκτυο οπτικών ινών και την παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών μέσω φορητών συσκευών.



Τον είχαν διαβεβαιώσει, ότι είναι αβύθιστη.




Το θέμα όμως είναι να "μη σου κάτσει".

09 Δεκεμβρίου, 2009

Τα ex πριγκιπόπουλα σε χρυσούς προορισμούς


Φοβερό σοκ για την τοπική κοινωνία. Ήρθαν στην περιοχή μας λέει το προηγούμενο Σαββατοκύριακο τα πριγκιπόπουλά μας Νικόλας και Παύλος κι εμείς δεν έχουμε ούτε ένα πλάνο, μια φωτό!
Είναι δυνατόν; Τι θα κρεμάσω εγώ τώρα στο σαλόνι;
 Ήταν λέει με φίλους και παρακάλεσαν τους δημοσιογράφους να τους αφήσουν να χαρούν ξέγνοιαστα τους γκρεμούς στο Πάπιγγο και μια άλλη φορά που θα ερχόταν για πιο πολλές μέρες θα συνεντευξιαζόταν.
Άντε τώρα να βρουν χρόνο να ξανάρθουν τα παιδιά με τόσο φόρτο εργασίας! 
Φτώχια καταραμένη! Τι ήθελαν οι άνθρωποι. Ένα ξέγνοιαστο Π.Σ.Κ. με τους κολλητούς τους στην πατρίδα. 
Αυτά να τα ακούνε οι τοπικοί μας άρχοντες που δεν φτιάχνουν λίγο τους δρόμους και αναγκάζονται τα ex αρχοντόπουλά μας να πηγαινοέρχονται με ελικόπτερο στους χρυσούς προορισμούς μας.
Τι συνέντευξη να δώσουν, ζαλίστηκαν από τους αιθέρες τα εξόριστα.
Εγώ από την άλλη πιστεύω ότι ήρθαν να κάνουν τα γενέθλια του Νικόλα μας που ακύρωσαν στη Μύκονο, στο «Νammos» της Ψαρούς λόγω εκλογών.
Και ερωτώ. Είναι η Μύκονος χρυσός προορισμός;

07 Δεκεμβρίου, 2009

Ο Ελληνάρας


Είμαστε απίστευτοι Ελληνάρες και δεν μας διοικούν τυχαία ακόμη πιο απίστευτοι Ελληναράδες. Δε παιζόμαστε σε κανένα επίπεδο και ιδιαίτερα σε αυτό της πατέντας. Πατέντες παντού και πάντα. Αρκεί να μας βολεύουν και να είναι στα μέτρα μας.




Ο άνθρωπος που του ανήκει το αυτοκίνητο της φωτογραφίας σκέφτηκε, "αυλή δεν έχω, παρκινγκ δεν έχω, στο δρόμο δεν βρίσκω εύκολα να παρκάρω, κανένας δεν πρόκειται να μου κάνει τίποτε, στην Ελλάδα ζω, γιατί να μην το βάλω κάτω από το παράθυρό μου για να μην μου το κλέψουν κιόλας;"

Αγόρασε κι ένα σήμα κι έτοιμος ο μάγκας.



Αν τολμάει κάποιος ας παρκάρει μπροστά στο πεζοδρόμιο και ας τον κλείσει.
Αθάνατη πατρίδα!

01 Δεκεμβρίου, 2009

Κινέζικος δράκος



Αυτό το υπερσύγχρονο μηχάνημα βρίσκεται στο υπόγειο της ταράτσας που κοσμεί το κέντρο των Ιωαννίνων. Ο κινέζικος αυτός κλέφτης που τον συμμάζεψε ο "κολλητός" του Δήμου, ο μεγάλος ευεργέτη του καινοτόμου και ευφάνταστου αυτού έργου, του υπόγειου πάρκινγκ για τους κοινούς δημότες, βρίσκεται εκεί για να μασάει χαρτονομίσματα και όχι μόνο.
Στα πλαίσια εισροής χρημάτων στο Δήμο μας, ο "κολλητός", αποφάσισε να συνεισφέρει κατά τι παραπάνω από τα προβλεπόμενα.
Για να πετύχει το στόχο του, κυρίως τα βράδια, που όλα συγχωρούνται, περιμένει ανυποψίαστους πελάτες που έχουν παρκάρει το αυτοκίνητό τους και τους έχουν τελειώσει τα κέρματα. 
Τότε τους ρουφάει με βουλιμία τα χαρτονομίσματά τους.
Μάταια ο πελάτης περιμένει τα ρέστα του. 
Ο κινέζικος δράκος γυρνάει ρέστα μόνο αν πέσει στον περίεργο κι αργόσχολο, που επιμένει και περιμένει τον τρίτο πελάτη μετά από αυτόν να έρθει και με την προϋπόθεση, ότι οι δύο επόμενοι θα πληρώσουν κι αυτοί με χαρτονομίσματα.
Μόνο τότε απογοητεύεται και ξερνάει τα ρέστα σου, μήπως και γλυτώσει από την τσιγκουνιά σου.



Η μικρή Θοδώρα και τα δυο της άσωτα αδερφάκια (Μέρος τρίτο και τελευταίο)

Η Μεγάλη Κυριακή επιτέλους έφτασε. Ο Αντώνης μαζί με τον Δημήτρη είχαν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να πείσουν τους περισσότερους συγγενείς να έρθουν με το μέρος τους. Κάθε φορά που τους συναντούσαν τους έλεγαν το ίδιο πράγμα. «Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε άλλους ανθρώπους να κατοικήσουν στο σπίτι μας. Μόνοι μας πρέπει να τρώμε, μόνοι μας να πίνουμε, μόνοι μας να κοιμόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν άλλον. Είμαστε αυτάρκεις. Σιγά μη φέρουμε κι άλλους να μας φάνε όσα μαζέψαμε όλα αυτά τα χρόνια».
Η Θοδώρα όμως δεν το πίστευε αυτό. Αυτή είχε περιουσία, αλλά είχε κι άλλα όνειρα. Είχε βαρεθεί άλλωστε να βλέπει τους ίδιους και τους ίδιους συγγενείς, να ακούει χρόνια ολόκληρα τα ίδια και τα ίδια. Ήθελε ν’ ανοίξει το σπίτι, να τους επισκέπτονται κι άλλοι, νέοι άνθρωποι, καινούρια πρόσωπα, ν’ ακούει άλλες συζητήσεις.
Μη κοιτάτε ο Αντώνης είχε χρόνια στα ξένα και τα είχε πιθυμήσει. Το μόνο που ήθελε πια ήταν να κάθετε ήσυχα και να κουβεντιάζει με τον αδερφό του το Δημήτρη και το υπόλοιπο σόι.
Οι συγγενείς διχάστηκαν και μπερδεύτηκαν ακόμη περισσότερο. Ευτυχώς που υπήρχαν κι οι δημοσιογράφοι και τους βοήθησαν ν’ αποφασίσουν.
Τους θύμισαν ότι η Θοδώρα είναι γυναίκα και μάλιστα άσχημη, άβαφη δε βλεπόταν. Ήταν και λίγο σουρλουλού…
Τους θύμισαν πόσα είχε κάνει κι αυτή κι ο πατέρας της όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο σπίτι, τσακωμούς, διχόνοιες, πονηριές, κουτσομπολιά…
Τους θύμισαν πως είχε μαζέψει την προίκα της, πως είχε παντρέψει τα παιδιά της, με ποιον έτρωγε κι έπινε τα βράδια, κι άλλα πολλά.
Τόσα χρόνια όπως έλεγε κι ο Αντώνης, ζούσε μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού, ζεσταινόταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι της οικογένειας, χουχούλιαζε στην αγκαλιά του μπαμπά της. Την ώρα που αυτός ο καημένος βολόδερνε στο Κολέγιο Αθηνών, στο Χάρβαρντ και στις Βρυξέλες, ρακένδυτος και πεινασμένος, μακριά από το μεγάλο τζάκι του σπιτιού.
Είχε ξεχάσει βλέπετε να το πάρει μαζί του φεύγοντας.
Ο εξάδελφος Παναγιώτης όλο αυτό το διάστημα φώναζε ότι ήταν κι αυτός εκεί, μήπως και τον ακούσουν.
Πράγματι υπήρχαν κάποιοι συγγενείς που ζούσαν εκεί κοντά στο σπίτι του που τον βοήθησαν, μήπως και καταφέρει να πάρει το «μεγάλο κλειδί».
Ασυνήθιστος και αδύναμος όπως ήταν, δεν τα κατάφερε τελικά, παρά αρρώστησε τη Μεγάλη Μέρα. Μόλις που πρόλαβε να ψηφίσει τον εαυτό του.
Σάββατο βράδυ. Ο Αντώνης κάλεσε του δημοσιογράφους στο μεγαλύτερο και καλύτερο γεύμα που τους είχε προσφέρει μέχρι τότε. Τους ευχαρίστησε, ήπιε στην υγειά τους κι ετοιμάστηκε για τη μεγάλη νίκη.
Παρόλη την ευφορία του φίδια έζωναν το κορμί του.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Συνέχεια σκεφτόταν τον παππού του τον Αβέρωφ. Αυτός τον μεγάλωσε, αυτός τον γαλούχησε.
Κοίταξε τη φωτογραφία που έκρυβε πάντα κάτω από το μαξιλάρι του. Ο παππούς του χαμογελούσε. Γαλήνεψε…
Ξεγλίστρησε μέσα στη νύχτα και πήγε να δει τ’ αστέρια. Μακάρι να έπεφτε κάποιο εκείνη τη στιγμή να κάνει τη μία και μοναδική του ευχή!
Αλλά κι η Θοδώρα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Έκλαιγε απαρηγόρητη. Ήξερε πολύ καλά ότι για ότι και να είχε συμβεί στο σπίτι όλα αυτά τα χρόνια, αυτή θεωρούσαν υπεύθυνη οι συγγενείς. Ήταν η ώρα να υποστεί την τιμωρία.
Πίστεψε έστω και στιγμιαία ότι θα καθόταν για πρώτη φορά στο θρόνο του σαλονιού στο μεγάλο σπίτι. Δεν άντεχε άλλο την κουζίνα.
Ο Αντώνης ξύπνησε το πρωί της Δευτέρας γεμάτος χαρά και αισιοδοξία. Θα πήγαινε να βρει τον συμφοιτητή του τον Γιωργάκη να πιούνε ένα καφέ και να θυμηθούνε τα δύσκολα χρόνια του Χάρβαρντ.
Είχε ανάγκη από χαλάρωση εκείνη τη στιγμή. Το μεσημέρι θα γύριζε να φάει με την οικογένεια.
Ήλπιζε ότι κάτι καλό θα του ετοίμαζε η αδελφή του η Θοδώρα...